- βιατάς
- βιᾱτά̱ς , βιατηςmasc acc plβιᾱτά̱ς , βιατηςmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βιατάς — βιατάς, ο (Α) 1. δυνατός, ισχυρός 2. (για κρασί) δυνατό, που μεθά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βία ή < βιώ «πιέζω, εξαναγκάζω»] … Dictionary of Greek